φατίζω — tell of pres subj act 1st sg φατίζω tell of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατίζω — Α [φάτις] 1. ομιλώ, λέγω 2. διαφημίζω, διαδίδω 3. μνηστεύω, αρραβωνιάζω («ἐμὴ φατισθεῑσα» η αρραβωνιαστικιά μου, Ευρ.) 4. καλώ, ονομάζω («ὅσα... μαλάκεια φατίζεται», Οππ.) 5. (σχετικά με δικαστήριο) καταθέτω … Dictionary of Greek
πεφατισμένα — φατίζω tell of perf part mp neut nom/voc/acc pl πεφατισμένᾱ , φατίζω tell of perf part mp fem nom/voc/acc dual πεφατισμένᾱ , φατίζω tell of perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφατισμένον — φατίζω tell of perf part mp masc acc sg φατίζω tell of perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατιζόμενον — φατίζω tell of pres part mp masc acc sg φατίζω tell of pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατίζει — φατίζω tell of pres ind mp 2nd sg φατίζω tell of pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάτιζον — φατίζω tell of imperf ind act 3rd pl φατίζω tell of imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφατισμένην — φατίζω tell of perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφατισμένοις — φατίζω tell of perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφάτισται — φατίζω tell of perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφάτιστο — φατίζω tell of plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)